- πρόσκρουσις
- πρόσκρουσιςdashing againstfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκρούσει — πρόσκρουσις dashing against fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσκρούσεϊ , πρόσκρουσις dashing against fem dat sg (epic) πρόσκρουσις dashing against fem dat sg (attic ionic) προσκρούω knock against aor subj act 3rd sg (epic) προσκρούω knock… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρούσεις — πρόσκρουσις dashing against fem nom/voc pl (attic epic) πρόσκρουσις dashing against fem nom/acc pl (attic) προσκρούω knock against aor subj act 2nd sg (epic) προσκρούω knock against fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρούσεσι — πρόσκρουσις dashing against fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρούσεσιν — πρόσκρουσις dashing against fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρούσηι — πρόσκρουσις dashing against fem dat sg (epic) προσκρούσῃ , προσκρούω knock against aor subj mid 2nd sg προσκρούσῃ , προσκρούω knock against aor subj act 3rd sg προσκρούσῃ , προσκρούω knock against fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρούσης — πρόσκρουσις dashing against fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκρουσιν — πρόσκρουσις dashing against fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχθισμός — ὁ, Α [προσοχθίζω] (κατά τον Ησύχ.) «πρόσκρουσις, δεινοπάθεια, πάθος γνώμης, συμπάθεια» … Dictionary of Greek
πρόσκρουση — η / πρόσκρουσις, ούσεως, ΝΑ [προσκρούω] το να προσκρούει κανείς πάνω σε κάποιον ή κάτι, το να έρχεται σε βίαιη επαφή, σε σύγκρουση νεοελλ. 1. σκόνταμμα 2. μτφ. σύγκρουση αρχ. προσβολή ή δυσαρέστηση κάποιου … Dictionary of Greek
προσκρούσεων — προσκρούσεω̆ν , πρόσκρουσις dashing against fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)